Ο Μαύρος Ουρανός της Γεωργίας Μπλάγκου
Αφορμώμενη:
"Το μυαλό μου μοιάζει με κάλπικη λίρα. Λίγο και λειψό, στέκεται απομεινάρι μιας ζωής που βιώθηκε στο άκρον άωτον της πολυτέλειας, ενός φαίνεσθαι με λαμπερό σκοτάδι, χωρίς ίχνος φωτός, γεμάτου σκιές και ύλη. Περιφέρομαι σαν τρελός, παραπατώντας συνεχώς και παραμένοντας πού και πού σε όρθια θέση, λαχανιασμένος από τις κραυγές που δε βγήκαν ακόμη. Φωνάζω στους τοίχους για μια βοήθεια... ακόμη πίσω βρίσκεται αυτή και περιμένει να έλθει. Κανείς ωστόσο δεν κάνει τον κόπο να την αναγνωρίσει, να μου τη φέρει σαν σε δίσκο στο κρεβάτι μου, να την καταβροχθίσω με τρεμάμενα και γυμνά χέρια. Ούτε τα χάπια μου πια δεν έχω διάθεση να καταπιώ. Σκοτάδι και σκιές ολόγυρά μου.
Οι τοίχοι άλλοτε παραμένουν όρθιοι, άλλοτε ξαπλώνουν μαζί μου στον καναπέ. Προσπαθώ να τους σκεπάσω με μια καρό κουβέρτα, να ζεσταθώ μαζί τους. Ωστόσο, με αγγίζουν ελάχιστα. Ολάκερη η κρυάδα τους διοχετεύεται στα άδεια κάδρα, μέσα στα οποία σφηνώνω τις παλάμες μου, προσπαθώντας να αγγίξω σωστά το παρελθόν μου, ό τι πρόλαβα να απολαύσω τουλάχιστον, ή και να καταδικάσω.
Είναι όμορφο να αναπνέω και να ζω, συνυφαίνοντας το συνειδητό με το ασυνείδητο, να φέρνω σε επαφή τον κόσμο που αντιλαμβάνομαι με τον κόσμο που υπάρχει μέσα μου. Οτιδήποτε διαρρηγνύει τον κόσμο μας, ανοίγει ένα τεράστιο χάσμα. Χωρίζει τη θάλασσά μας σε δύο μέρη. Και δεν ξέρουμε σε ποια κύματα να κοιτάξουμε.
Φουρτουνιασμένη η θάλασσα γύρω, και εγώ απλά σφραγίζω τα χείλη μου. Κλείνω τα αυτιά μου και απλά περιμένω να στεγνώσουν οι αφροί των κυμάτων στα δαρμένα μαγουλά μου. Το μυαλό μου και μια λίρα λοιπόν. Σχιζοφρένεια.
Το ρολόι στο δωμάτιό μου θυμίζει ότι κάποτε υπήρχε και ο χρόνος. Τα λεπτά γδέρνουν το ξύλο κυκλικά, καθώς υποδεικνύουν τη μάταια αποστολή του ανθρώπου στην ανυπαρξία. Βέβαια, το ρολόι εδώ και καιρό παραμένει εκτός λειτουργίας. Τι είναι αυτό που κινεί τους δείκτες λοιπόν; Τι είναι άραγε ο θάνατος; Μαύρα κοράκια, άσπρα κοράκια... γελάει κανείς με μιαν τέτοια εικόνα χρωμάτων. Τα δικά μου κοράκια είναι δύο. Βγαίνουν από έναν μεγάλο καθρέπτη και με κοιτάζουν αυστηρά στα μάτια. Τεντώνουν το δάχτυλό τους επιβλητικά, τονίζοντας τη ζωή που δεν έζησα σωστά.
Προσπαθώ να σχετιστώ με τη γυναίκα μου, με τον γιο μου, με τη γιατρό μου, τον νοσοκόμο μου, με όλους όσοι άγγιξαν κομμάτια της ζωής μου. Το μυαλό μου όμως δεν μπορεί να τους αποκωδικοποιήσει. Τους τεμαχίζει και τους τακτοποιεί σε κουτάκια, αλλά αυτοί βρίσκουν τον τρόπο να έρχονται και να φεύγουν καταπώς τους βολεύει.
Η αυστηρότητά τους μου τρυπά τον εγκέφαλο.
Νομίζουν ότι είμαι τρελός. Δεν έχω όμως το δικαίωμα να είμαι; Δεν έχω την ελευθερία να ταξιδεύω το μυαλό μου όπου και όπως επιθυμώ; Με μαλώνουν κι εγώ αντιδρώ. Τα μαλλιά μου, μπερδεμένα κι ηλεκτρισμένα από την προσπάθεια του κεφαλιού μου να μπει σε ορθή πορεία, νιώθουν έρημα και μόνα, όταν δεν αγγίζουν το μαξιλάρι μου.
Θέλω ο καναπές μου να με καταπιεί.
Θέλω οι τοίχοι να με κάψουν.
Θέλω ο καθρέπτης μου να σπάσει.
Κι έρχεται μια φίλη με το λευκό της πρόσωπο. Τα μάτια της μου είναι πολύ οικεία. Κάπου από παλιά την ξέρω, δε θυμάμαι πώς και πού. Μιλάμε κι ανοίγουμε τις καρδιές μας, καθώς το μυαλό μου έχει κολλήσει στους ξύλινους δείκτες. Ο χρόνος πλέον δε μου μιλά. Συζητά μόνο μαζί μου ένα λευκό πρόσωπο, μια μάσκα αγάπης με γλυκιά και σχεδόν παιδική φωνή. Σαν χάδι απλώνεται η φωνή της στα αυτιά μου.
Το λευκό της μάσκας θωπεύει σαν βαμβάκι χνουδωτό το πρόσωπό μου. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, το χωριό μου, τις κηδείες που επισκέφτηκα. Τι πλάκα είχαν! Τα καλύτερα γέλια ακούγονται στον αποχαιρετισμό των νεκρών. Κι εγώ θέλω τόσο πολύ να γελάσω! Πιάνω το χέρι της, να επιστρέψω εκεί που μεγάλωσα. Αλλά το χέρι είναι κρύο και μαύρο και ο τοίχος που μας κρύβει είναι ζεστός σαν μητρική αγκαλιά. Δεν υπάρχει πιο όμορφη κατάληξη ζωής από την επιστροφή στη μήτρα. Κι εγώ επιτέλους γίνομαι ακόλουθος του άδειου μου καθρέπτη, της παιδικής αυτής φωνής, του χωριού μου.
Το μυαλό μου επιτέλους ένωσε τη θάλασσά του".
Το έργο «Μαύρος Ουρανός», μια συγγραφική δημιουργία και σκηνοθετική προσέγγιση της Γεωργίας Μπλάγκου στο Θέατρο Αθήναιον, διαπραγματεύεται την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την οικονομική κρίση στο μεγαλείο της. Από τα ψηλά σύρθηκε στα χαμηλά, χαντακώθηκε, έμεινε μόνος του, τρελάθηκε.
Φορτωμένος με τις υψηλές προσδοκίες μιας άνετης και πολυτελούς ζωής, δεν έδειξε την πρέπουσα αντοχή στο γκρέμισμα. Θλίψη, ενοχές, θυμός αποδόμησαν το μυαλό του και απέδειξαν την αλήθεια των σχέσεων της ζωής του. Οι σχέσεις που βασίζονται σε μιαν επιφάνεια δεν έχουν το σθένος να διατηρηθούν και να αντέξουν τον μαρασμό ενός ανθρώπου. Αλλά και ο ίδιος ο Άνθρωπος-θύμα της κρίσης μπορεί να επιλέξει δύο δρόμους: του μαρασμού και της ανυπαρξίας ή της ευκαιρίας για μια ζωή διαφορετικών προτεραιοτήτων και ταχυτήτων. Χρειάζεται δύναμη, γενναιότητα ψυχής, προνοητικότητα κι ελπίδα. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής βλέπει τον ουρανό του μαύρο. Ξεφεύγει σφίγγοντας με απόγνωση το χέρι μιας φίλης. Μακάρι ο μαύρος του ουρανός να μετουσιωθεί πραγματικά σε ελευθερία.
Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τους συντελεστές του Μαύρου Ουρανού Γεωργία Μπλάγκου, Αλίκη Ζηρίδου, Αχιλλέα Δημητριάδη, Βασιλική Χαραλαμπίδου, Έλενα Βαϊνά και Χαράλαμπο Σιούλα για τη συνέντευξη που παραχώρησαν στη Σωφέρ καθώς και την ιδιοκτήτρια του πολύ όμορφου χώρου για πρόβες και γυρίσματα (στην Αγίου Δημητρίου 64, το πρώην θέατρο Άπολις) για τη θερμή φιλοξενία της.
Τεχνική επιμέλεια: Τάσος Πέππας
Πνευματικά Δικαιώματα: Οποιαδήποτε δημοσίευση ή αναπαραγωγή του βιντεοσκοπημένου υλικού είναι ευγενικό να γίνεται με αναφορά στο κανάλι της Σωφέρ Θεάτρου.
Ταυτότητα παράστασης:
Κείμενο: Γεωργία Μπλάγκου
Σκηνοθεσία: Γεωργία Μπλάγκου
Βοηθός σκηνοθέτης: Αλίκη Ζηρίδου
Σκηνικά: Βικτώρια Δαμοτσίδου
Κουστούμια: Βικτώρια Δαμοτσίδου
Φωτισμοί: Τάσος Πέππας
Ήχος: Τάσος Πέππας
Φώτο: Ζωή Ταυλαρίδου, Τάσος Πέππας
Βίντεο παράστασης: Ζωή Ταυλαρίδου, Τάσος Πέππας
Παίζουν: Αχιλλέας Δημητριάδης (Όμηρος), Βασιλική Χαραλαμπίδου (Αναστασία), Έλενα Βαινά (Αμαλία), Χαράλαμπος Σιούλας (Όμηρος)
Παραγωγή-οργάνωση: Θεόδωρος Μαραντίδης, Γιάννης Φραγκούλης
Θέατρο: Αθήναιον (Λεωφ. Βασ. Όλγας 35, Θεσσαλονίκη).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρει η γνώμη σας.