«Το Σπίτι του Φύλακα της Αλυκής»

Τα κομμάτια του Παζλ είναι ανακατεμένα και πολύχρωμα επάνω στο τραπέζι μας, μας περιμένουν να τα συνθέσουμε. Φαίνεται πως δεν έχουν νόημα εξαρχής, πως χρειάζεται να συμπληρωθούν με άλλα κομμάτια, για να αποκτήσουν μορφή κι υπόσταση. Στην πραγματικότητα, τα κομμάτια αυτά έχουν τη δική τους αξία, μια ποιότητα ξεχωριστή που απλά αναδύεται, όταν μπει σε ένα κάδρο.
Έτσι είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε τη δική μας ποιότητα κι αξία, που εξαρχής μένει μυστική κι αδιόρατη. Όταν όμως συνδεθούμε ουσιαστικά με τους Άλλους, ξαφνικά κι αμετάκλητα παίρνουμε τη θέση μας, αναγνωριζόμαστε, και αναδύεται η μορφή και το σχήμα της προσωπικότητάς μας, σταδιακά και με απαλότητα.



Είναι ωραίο που στην αρχή δεν μας καταλαβαίνουν, καθώς η χαρά της ανακάλυψης αποτελεί συνδετικό κρίκο της κάθε κοινωνίας. Δεν είμαστε μόνοι σε αυτό το παζλ. Άνθρωποι της τέχνης, της επιστήμης, της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού γενικότερα θα αποτελέσουν τα κομμάτια ενός παζλ με καραμέλες, που θα γλυκάνει τη ζωή μας.

Σας προσκαλώ λοιπόν και σε αυτό το κέρασμα…
________________________________________

Το Σπίτι του Φύλακα της Αλυκής στέκει αγέρωχο στην παραλία του Αγγελοχωρίου από το 1950. Το μικρό κτίσμα αποτέλεσε αρχικά την κατοικία της οικογένειας του φύλακα που παρέμεινε σ’ αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’80. Όταν σταμάτησε η υπηρεσία του φύλακα από τις αλυκές, καθώς το αλάτι φυλασσόταν πλέον σε προστατευμένους χώρους, στο παραθαλάσσιο αυτό σπίτι φιλοξενούνταν εποχιακοί εργάτες των αλυκών μέχρι και το ’90, οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά. Έκτοτε, το σπίτι έμεινε να ρημάζει, μέχρι τον Ιούλιο του 2018, όταν μέλη του Μορφωτικού Πολιτιστικού συλλόγου Αγγελοχωρίου το καθάρισαν και ο εξωτερικός χώρος άρχισε να φιλοξενεί πολιτισμό.


Θα δεις μια ξύλινη γέφυρα. Εάν την περάσεις, πίσω δεν ξαναγυρνάς. Έπειτα παρατηρείς. Μια μεγάλη ξύλινη ρόδα ακουμπάει τρυφερά σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι. Κάπου εκεί γύρω, θυμάμαι, μας πήγαινε ο πατέρας μου μικρά, για να βουτήξουμε και να μαζέψουμε μύδια. Δεν μου είναι άγνωστος ο χώρος. Ακόμη μυρίζει την αρμύρα της παιδικής μου ηλικίας και τις πίτες της γιαγιάς μου που μας συνόδευαν παντού. Ξύλινοι πάγκοι, ψάθινες ομπρέλες, ξύλινα στρογγυλά τραπέζια φλερτάρουν διακριτικά τις διάσπαρτες ελιές και τον ήλιο που κόβει βόλτες επάνω από τα κεφάλια μας.

Δεν μπορούσα να μην παρευρεθώ σε αυτό το κάλεσμα. Η Ανοιχτή Βεντάλια της Βικτώριας Φούρναρη περίμενε να μαζευτούμε στο Σπίτι του Φύλακα της Αλυκής στο Αγγελοχώρι, για να ανοίξει και να μας ταξιδέψει στα μονοπάτια της ελεύθερης και θεραπευτικής δημιουργικής γραφής. Αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε το καλοκαίρι μας με λογοτεχνία και ποίηση. Ένα ντόμινο είναι η ζωή και εκεί συναντήσαμε τον Φύλακα, το Σπίτι και μια στιγμή στην ιστορία.


Είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον Ευάγγελο Μίχο, τον άνθρωπο που μια μέρα ονειρεύτηκε το εγκαταλελειμμένο σπίτι του φύλακα στο Αγγελοχώρι ως χώρο πολιτισμού και ονειροταξιδευτή. Βρέθηκε κάποτε ως ερωτικός μετανάστης στο Αγγελοχώρι. Επισκεπτόταν καθημερινά στις καλοκαιρινές του βόλτες ένα πέτρινο σπίτι στην παραλία, ακριβώς δίπλα στην αλμύρα της θάλασσας, τον ήχο των γλάρων, το ηλιοβασίλεμα. Το μυαλό του άδειαζε και γινόταν ένα με τον ουρανό και τη θάλασσα. Σκεφτόταν πως το σπίτι αυτό, τότε γεμάτο σκουπίδια και μπάζα, ήταν προορισμένο να λούζεται στο φως και να επικοινωνεί με ψυχές. Με την πολύτιμη συμβολή και την τεράστια προσπάθεια του ιδίου και των εθελοντών, το σπίτι αυτό, το τόσο άλλοτε μοναχικό κι έρημο κι αφρόντιστο, απέκτησε μια μοναδική ταυτότητα και πλέον λειτουργεί ως χώρος πολιτισμικής ανάτασης. 

Ο Βαγγέλης μάς καλωσορίζει, μας κερνάει σύκα κι ένα κλωνάρι βασιλικό, μας ξεναγεί, μας μιλάει για τις βραδιές πολιτισμού, που κάθε καλοκαίρι λαμβάνουν χώρα σε αυτόν τον πανέμορφο τόπο. Η μυσταγωγία είναι απόλυτη. Οι εκδηλώσεις μοιάζουν με τελετουργικά δρώμενα, έτσι τουλάχιστον τις φαντάζομαι και τις απολαμβάνω. Και θαυμάζω τον άνθρωπο αυτόν που πίστεψε σε ένα μεγάλο όνειρο, το έπλυνε, το φρόντισε, το έντυσε και του έδωσε αναπνοή.



Ο Ευάγγελος Μίχος μάς καταθέτει το όνειρό του, μας ταξιδεύει στο τότε και στο τώρα του Σπιτιού, μας ενσωματώνει σε αυτή την πανδαισία χρωμάτων. Ο Βαγγέλης δεν είναι μόνο ο Φύλακας της Αλυκής. Έχει συμμετάσχει και σε θεατρικές παραστάσεις, όπως τα Κόκκινα Φανάρια και τον Εκκλησιαστή του Θεάτρου του Άλλοτε, βάζοντας κι εκεί τη σφραγίδα του. Είναι ένας πολυπράγμων άνθρωπος της τέχνης που χρωματίζει αισθαντικά τον χώρο και τον χρόνο γύρω του. Βασική του επιδίωξη είναι να στήσει μια ομάδα που θα συνδράμει στο όνειρό του, ώστε όλοι εμείς να αποφύγουμε τη μοναξιά, να έρθουμε σε επαφή με το είναι μας, να επικοινωνήσουμε, να γίνουμε κοινωνοί μιας ευφάνταστης και γεμάτης ερεθίσματα μοναχικότητας. Εδώ, στην όμορφη ακτή του Αγγελοχωρίου, μακριά από μπιτς μπαρ και άδειες ενεργειακά συμβάσεις.


Και η Ανοιχτή Βεντάλια μάς περιμένει κάπου στο φόντο στωικά να την ανοίξουμε… άνθρωποι μιλούν, γελούν, μας περιμένουν.

Ευχόμαστε από καρδιάς στον Ευάγγελο Μίχο κάθε επιτυχία σε οτιδήποτε ονειρεύεται και τον ευχαριστούμε για τη θερμή φιλοξενία του στο Σπίτι του Φύλακα της Αλυκής!

Επισκεφτείτε το Σπίτι του Φύλακα της Αλυκής κι ενημερωθείτε για τις δράσεις του εδώ

________________________________________

Και παραθέτω την Ανοιχτή μου Βεντάλια αφορμώμενη των στιγμών:
«Την είχα δοκιμάσει πριν χρόνια. Υπέροχη γεύση, εκτόπισμα της γλώσσας. Μόνη μου την έφτιαξα, νύχτα μοναξιάς, ατενίζοντας ουρανό. «Είναι ψηλά», μου ψιθύρισες, «δε θα φτάσεις τα αστέρια». Κι εγώ χτύπησα μέσα μου τον άδειο τενεκέ. Άπλωνα τα χέρια μου, μόνο για να αποδείξω πως δεν είναι καλοκαίρι. Υγρή κι αδυσώπητη η ζέστη, κόντρα στο φως με περιέλουζε. Οι ψίθυροί σου μου έξυναν το μυαλό. Με κορμί λουσμένο στον ιδρώτα, πώς να ψηλαφίσω τη μυρωδιά μου; Πώς να αντέξω τα χέρια μου να κονταίνουν, αντί να ψηλώνουν; Κοντή αισθανόμουν.


Κοντή και ιδρωμένη.
Γι αυτό κι άρχισα να ανοίγω τα ντουλάπια μου. Όλα τακτοποιημένα και γυαλιστερά. Ήλθε η ώρα.. να γίνουν λίμπα. Άνω κάτω, ένα χάος να γίνει η κουζίνα μου. Μια αναρχία να επικρατεί, να νοστιμίσει έτσι ο κόσμος μου. Είδα τα ραδίκια ανάποδα. Κι έτσι ανάποδα μπήκαν στη χάλκινη γαβάθα της υπομονής μου. Μετά, το κουκουνάρι της θέλησης, ο μαϊντανός του καθαρού μυαλού, η μπανάνα –αφού την πάτησες, τα μάτια που βλέπουν καθαρά, η ψίχα της ψυχής, το γιαούρτι της δροσερής αυγής.

Κι ανακάτευα, ανακάτευα, ανακάτευα…
Στην αρχή θυμωμένη με τα κοντά μου χέρια. Ακούς εκεί να μην μπορούν να φθάσουν στα αστέρια! Αργά αργά έπειτα, με προσμονή. Έλεγα, θα φάω το φεγγάρι, ποιος νοιάζεται για φωτάκια…



Δοκίμασα λιγάκι. Μου άρεσε τόσο που άρχισα να κλαίω. Δάκρυα πλημμύρισαν τη γαβάθα. Και το γιαούρτι έπηξε. Και τότε άρχισα κι αυτό να το τοποθετώ σε μικρά μικρά μπολ, πορσελάνινα, φωτεινά, πολύχρωμα, για αύριο, μεθαύριο, να έχω για δυο βδομάδες. Τόσο διαρκεί το ταξίδι μου. Κι άρχισα να το απλώνω σαν αντηλιακή κρέμα στο δέρμα μου, στο δέρμα σου, στα μαλλιά σου, στα μαλλιά μου, να τα χτενίζω, να τα ανακατώνω και τούμπαλιν. Ξέρω, δε σου αρέσει να ανακατεύουν τα μαλλιά σου. Παραπονιέσαι όμως για ξερά μαλλιά και δέρμα. Ούτε μπορώ να φθάσω τα αστέρια, έτσι δεν είπες;

Όλα αδυσώπητα στεγνά. Αφυδατωμένα, σκληρά, απάνθρωπα στέκονται τα μαλλιά κάτω από τον καυτό ήλιο. Ντάλα μεσημέρι. Ακόμη κοιμάται ο έναστρος ουρανός. Περιμένουν τα μαλλιά, να φθάσουν κι αυτά επάνω. Και τα χέρια ξαφνικά ψηλώνουν, οι ψίθυροι γίνονται φωνές, σχεδόν ερωτικές, από τη γη εκσφενδονίζονται και ηδονίζονται στην αγκαλιά των αστεριών.

Βρε χαζέ… Μια αντηλιακή κρέμα γιαουρτιού είχαμε ανάγκη».

Φωτογραφικό υλικό: Ελένη Λόη, Χριστίνα Μάτζαρη, Tommy Courtis, Τάσος Πέππας

Παρακολουθήστε τη συνέντευξη εδώ:



Πηγή:


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Μας ενδιαφέρει η γνώμη σας.

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ