Ο Άγγελος Κουρέπης, ο Λευτέρης Κωνσταντίνου, η Μαρία Ράπαντα και η Αλεξάνδρα Κασιούμη στο "Κλάμα".
Αφορμώμενη της παράστασης:
"Ο ορισμός του Ανθρώπινου. Οι Υπεράνθρωποι δεν κλαίνε.
Έτσι κι εγώ. Δυνατή, αγέρωχη, ξιπασμένη. Νιώθω πως ελέγχω τους πάντες, τα πάντα. Όλα είναι του χεριού μου. Χωρίς έλεος, χωρίς την κατανόηση που λιώνει στα χέρια μου, όταν τα σφίγγω δυνατά, περπατώ. Τα χείλη μου είναι δεμένα με το βλέμμα μου. Σφίγγουν το πρόσωπό μου και οι συσπάσεις του μοιάζουν με αχαλίνωτες γωνίες, τα μάγουλά μου στεγνά, στεγνή και η «ρίζα» μου. Ποια είμαι, πού θέλω να καταλήξω κι από πού έχω ξεκινήσει, δεν έχω ιδέα. Κάποτε έπαιζα αμέριμνη παιδικά παιχνίδια. Για κάποιο λόγο τώρα τα παιχνίδια μου είναι οι άλλοι. Κι έτσι αισθάνομαι δυνατή, πατώντας επάνω σε αυτούς που ελέγχονται από το χρήμα. Φτώχεια καταραμένη, θα μου πείτε. Τρία φουγάρα είχε το πλοίο. Και ο πατέρας μου συνεχίζει με το αγκυλωμένο του σώμα και το ξερό του χαμόγελο να επιμένει πως το πλοίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Φταίω εγώ που εξαγοράζονται όλοι;
Όλα γύρω μου βυθίζονται. Τα νιάτα μου και οι ρίζες μου μπαίνουν σε μια δίνη, που αναμοχλεύει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον μου. Παρατηρώ πάντα αφ΄ υψηλού την παράγκα του γείτονα. Θέλω να την κάνω δική μου, κι ας μένω σε παλάτι. Μια βασίλισσα έχω καταντήσει, μόνη κι έρημη. Θέλω να λιώσω κι εγώ μέσα σε μια αγκαλιά, αλλά δε μου βγαίνει. Δανείζομαι πράγματα, δανείζομαι ανθρώπους. Πού είναι η αγάπη που δεν έζησα… Παρατημένη λοιπόν και μεγαλωμένη σε μια κατ΄ επίφασην χλιδή, φωνάζω να ακουστώ. Το δίκιο μου δεν ακούγεται, έτσι ά-ριζο και επίπεδο, όπως είναι. Δε βγαίνει καμιά φωνή από το σώμα μου, παρόλο που το ξεβολεύω και το παραπέμπω εδώ κι εκεί. Άνθρωποι χορεύουν γύρω μου, παίζουν μουσική. Γυρνάω την πλάτη μου. Η μουσική ηχεί σαν θόρυβος στα αυτιά μου. Τόση χαρά δεν την αντέχω. Η δικαιοσύνη μού χτυπά την πόρτα. Τη φιλώ, την ερωτεύομαι, κι αυτή τελικά λίγη μού φαίνεται, μικρή, ασήμαντη και άχρωμη. Τυφλοί άνθρωποι με περιβάλλουν. Φταίω εγώ και γι αυτό; Ποιος θα με τυφλώσει κι εμένα, για να δω λίγο φως; Τραβώντας την κουρτίνα με αυστηρότητα και ανοιγοκλείνοντας τις πόρτες της ζωής μου, δεν καταφέρνω να βάλω αυτό το λίγο φως στα μάτια μου. Ψάχνομαι, γιατί κάτι μού φταίει. Ανήσυχο, απίστευτα αναρχικό μυαλό, που δεν έκανε καμία επανάσταση. Αυτή είναι η Τζέλα. Η αδελφή ψυχή μου, όμως, ήταν εκεί, σε όλες τις επαναστάσεις.
Η προδοσία έχει μπει για τα καλά στο μεδούλι της φυλής μας. Άνθρωποι χωρίζονται άλλοτε σε πλούσιους και φτωχούς, βλέποντες και μη βλέποντες, νεκρούς και ζωντανούς, άλλοτε σε κάτι διαφορετικό, σχεδόν τραγικά επικίνδυνο στην εποχή μας. Η ανάγκη να αισθανόμαστε ανώτεροι μάς κάνει να μην αποδεχόμαστε τις επιλογές των άλλων, χρειάζεται να επιβληθούμε ως ανώτεροι στη ζωή τους, και η σκλαβιά μεταλλάσσεται με το πέρασμα των χρόνων, διαμορφώνεται ανάλογα με το καλούπι που μας συμφέρει. Ελευθερία ή αποκλεισμός υπήρχε και υπάρχει παντού. Πού βρίσκεται λίγο δίκαιο, να μας αναπαύσει από τον αιώνιο θυμό που διαχωρίζει και υποτιμά τις ανθρώπινες ψυχές… Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, της δήθεν αγάπης, αυταπάρνησης και προδοσίας συνάμα, σε καταδικάζω, σε κατηγορώ, θέλω ό,τι έχεις να είναι δικό μου. Βγάλε τις παντόφλες σου, άφησε τα μαλλιά σου ελεύθερα, δείξε ότι αξίζεις κάτι καλύτερο από τα 600 ή τα 800 που ζητάς. Και πού ξέρεις. Ίσως αγγίξεις κι εσύ κι εγώ και όλοι μας λιγάκι το φως.
Μην παραπονιέσαι λοιπόν για το καράβι, μην εθελοτυφλείς. Εσύ άλλωστε παραδέχτηκες πως ήταν σε άριστη κατάσταση. Εγώ απλά είχα επάνω μου καρφιτσωμένες τις εξαγορές σου. Πόσο πολύ μοιάζουμε, σαν δυο σταγόνες νερό, που δεν μπορεί πια ούτε να παγώσει ούτε να εξατμιστεί, θα μας το θυμίζει πάντοτε ο σταυρός που από πολύ μικρές κουβαλάμε.
Η δικαιοσύνη δε θα αργήσει να ακουστεί".
Η παράσταση «Το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», ένα έργο των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία του Άγγελου Κουρέπη στο Metropolitan Urban Theater, είναι μια εξαιρετική τραγωδία, κωμωδία και παρωδία ανθρώπινων χαρακτήρων ταυτόχρονα, που μας ταξιδεύουν σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας και μας συνεπαίρνουν. Με ελάχιστα σκηνικά μέσα και με φόντο ένα λιτό, πολύχρωμο κι απέριττο σκηνικό, οι ηθοποιοί και χορευτές μάς κάνουν να γελάσουμε, να συγκινηθούμε, να αναρωτηθούμε και να συμπάσχουμε, θαυμάζοντας παράλληλα την έξυπνη σκηνοθεσία και το πηγαίο υποκριτικό τους ταλέντο.
Ο Άγγελος Κουρέπης, ο Λευτέρης Κωνσταντίνου, η Αλεξάνδρα Κασιούμη και η Μαρία Ράπαντα μάς μιλούν για τον εαυτό τους, για τους ρόλους που υποδύονται, και φωτίζουν τα νοήματα του έργου. Τους ευχαριστούμε για τη συνέντευξη που μας παραχώρησαν στον ελάχιστο ελεύθερό τους χρόνο. Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως και το Metropolitan Urban Theater για τη φιλοξενία του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρει η γνώμη σας.