Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;
"Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ": Κρίτωνας Ζαχαριάδης και Παυλίνα Χαρέλα
"Μπαμπά; Μπαμπάκα;
Η Μάρθα σου είναι μόνη κι έρημη.
Μόνη ολομόναχη με τα καμώματά της,
η ώρα… τ’ άγρια χαράματα.
Κι εγώ κλαίω μπαμπά.
Κλαίω από μέσα μου, να μη με δει κανένας.
Όλο κλαίω. Κι ο Τζορτζούλης κλαίει.
Εμείς οι δύο, όλο κλαίμε.
Και μετά, άκου να δεις τι κάνουμε.
Κλαίμε, μαζεύουμε τα δάκρυα, τα βάζουμε σε κάτι κωλοθηκάκια στο ψυγείο… τα παγώνουμε και… τα ρίχνουμε στο … ποτό μας".
"
Στον ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και οικείο πια χώρο του Θεάτρου Σοφούλη, οι ηθοποιοί Κρίτωνας Ζαχαριάδης και Παυλίνα Χαρέλα, μας καλωσορίζουν στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Αντώνη Καραγιάννη, ένα απαιτητικό και δυνατό δράμα χαρακτήρων, και ρίχνουν φως στις σκοτεινές και άδηλες πτυχές του έργου, συναντώντας τους χαρακτήρες που υποδύονται και αποκαλύπτοντάς τους.
Το “Who's Afraid of Virginia Woolf?” ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1962 κι έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία. Τo 1966, ο Mike Nichols, σκηνοθέτησε την κινηματογραφική μεταφορά, με τον Richard Burton και την Elizabeth Taylor, ένα διάσημο ζευγάρι, θρυλικό για τις συζυγικές του αψιμαχίες, κερδίζοντας και δύο Όσκαρ. Ο τίτλος του έργου είναι παράφραση του τραγουδιού “Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?” από την ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney «Τα τρία γουρουνάκια». Ο Άλμπι είδε τη φράση γραμμένη στον τοίχο της τουαλέτας ενός μπαρ και αντικατέστησε τον λύκο (wolf) με το όνομα της αυτόχειρα Αγγλίδας συγγραφέα Virginia Woolf.
Πρόκειται για ένα έργο που ταξιδεύει ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το σουρεαλιστικό, ένα έργο ανθρώπινων συναισθημάτων και σχέσεων, όπως αυτές δομούνται στην αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ΄60, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική πραγματικότητα εκτός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου. Ο Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπι είναι Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, διακεκριμένος για τη δεξιοτεχνική και με μαεστρία τολμηρή μείξη του θεατρινισμού και της αυθάδικης γλώσσας, την παραμορφωτική απεικόνιση της κοινωνικής βιτρίνας, την αποδόμηση των ρεαλιστικών χαρακτήρων και των τυποποιημένων θεατρικών συμβάσεων, αποσκοπώντας στη δημιουργία ονειρικών ή και εφιαλτικών, εξωπραγματικών ή ουτοπικών διαθέσεων, κάτω από μία ασαφή χωροχρονική συνθήκη. Είναι ένας γνήσιος εκφραστής του Θεάτρου του Παραλόγου. Το έργο αυτό χρειάζεται ασφαλώς να ιδωθεί και κάτω από το πρίσμα της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων και την οργισμένη αντίδραση μεγάλης μερίδας των λευκών Αμερικανών, καθώς και της σεξουαλικής και κοινωνικής επανάστασης που συντελείται εκείνη την εποχή στην Αμερική.
Τέσσερις μη ρεαλιστικοί ανθρώπινοι τύποι λοιπόν προσπαθούν να ανακαλύψουν τη δική τους αλήθεια, να γνωρίσουν και να αποδεχθούν τον εαυτό τους, επιδιώκοντας να ξεφύγουν από την εγωκεντρική τους ταυτότητα και τον προσωπικό χώρο περιθωριοποίησής τους. Η αλήθεια τους όμως αυτή αναδύεται τραυματική για τους ίδιους και κακοποιητική για τους άλλους, καθώς έχουν εμπλακεί σε σχέσεις υποταγής και υπεροχής, φόβου και θυμού, αυταρχισμού και συμπόνιας, εκβιασμού και εξουσίας, διαστρεβλωμένης λογικής, οικογενειακών μυστικών και άφατου συναισθήματος. Οι διαπλεκόμενοι αυτοί χαρακτήρες κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους και ταυτόχρονα τείνουν το δάχτυλό τους επικριτικά στους Άλλους, αποφεύγοντας τον καθρέπτη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν τελικά τα πρόσωπα αυτά καθαίρονται, διαμορφώνουν έστω και μια στοιχειώδη επαφή με το εσωτερικό τους γίγνεσθαι, αποκτούν μια ρανίδα προσωπικής υγιούς ταυτότητας ή όχι. Την απάντηση θα τη λάβουμε από την ίδια τη σκηνή του θεάτρου.
Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον Κρίτωνα Ζαχαριάδη και την Παυλίνα Χαρέλα για τη συνέντευξη που παραχώρησαν στη Σωφέρ καθώς και το Θέατρο Σοφούλη για τη θερμή φιλοξενία του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Μας ενδιαφέρει η γνώμη σας.