Ο Φώτης Σπύρος και ο Νίκος Χρηστίδης ως "Ροβινσώνας και Κρούσος".
Ο Φώτης Σπύρος κι ο Νίκος Χρηστίδης ως Ροβινσώνας και Κρούσος
Αφορμώμενη:
“Ψιτ! Ψιτ! Δεν είναι εδώ το ραδιόφωνό μου! Δεν είναι εδώ το ραδιόφωνό μου”!
Πώς μπορεί να περάσει την ώρα του ένας ναυαγός σε ένα ερημικό νησί; Καταρχήν, δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται, τι χειρότερο! Θεωρεί πως είναι μόνος, ολομόναχος... ο καημένος. Το ημερολόγιό του βέβαια τίθεται αρχικά ως μια ισχνή παρηγοριά. Και η πρώτη του σελίδα καθοριστική για τις επόμενες. Μπορεί με αυτό, άλλωστε, να εμπλουτίζει την ημέρα του γράφοντας, εφόσον έχασε το πολύτιμο ραδιόφωνό του. Καμιά επαφή με τον Άλλον. Ποιον Άλλον, δεν υπάρχει κανείς! Μόνο με το Εγώ του κάνει παρέα λακτίζοντας το χώμα. Τα μικρά σημάδια στο χαρτί προκύπτουν ως δειλά αποτυπώματα της ατυχίας του να περάσει πολύτιμο χρόνο με το μέσα του. Κι αυτό αποτελεί μια σκληρή πρόκληση όσο και πρόσκληση: να γνωρίσει επιτέλους τον εαυτό του. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να αισθανθεί τη χαρά της μοναξιάς του ως του μοναδικού δρόμου στο να γίνει ξανά παιδί και να χαρεί την αλήθεια; Εξ απαλών ονύχων, ο άνθρωπος του κόσμου επιδιώκει την επαφή, αν και γεννιέται μόνος. Μήπως όμως τα ναυάγια γεννούν τους αληθινούς εαυτούς; Μήπως αυτή η ρημάδα κακή μοίρα κάνει τελικά καλό; Με κλειστά τα ραδιόφωνα, ο άνθρωπος του κόσμου αισθάνεται γυμνός, νεκρός, ανύπαρκτος. Αρχικά... και μέχρι να ολοκληρώσει το ημερολόγιο την πορεία του. Ο Ναυαγός ζωγραφίζει το δικό του ημερολόγιο, με δάκρυα, αναστεναγμούς, λεπτές και παχιές γραμμές, που γίνονται κάποτε κύκλοι... και πάπαλα οι φαύλοι κύκλοι. Ξεκινάει τη ζωή του από την αρχή.
“Ε, ρε, τι πάθαμε!”
Πολύχρωμες ριγέ κάλτσες και πράσινο μαλλί και γύρω γύρω γραβάτες-σχοινιά σκοντάφτουν στον δρόμο του Ναυαγού, την ώρα που χορεύει με μια σκούπα. Δεν μπορεί, κάποιος τού χαλάει το όνειρο, του μαυρίζει το ημερολόγιο με μουντζούρες. Και, ενώ κατάφερε δίχως ραδιόφωνο να ακούει μουσική και να χορεύει, να σου κι ένας ακόμη ναυαγός... σαν κι αυτόν, αλλά ίσως πιο χαρούμενος, πιθανόν εγκλωβισμένος σε ένα διαρκές ανήσυχο μοτίβο κίνησης... μάλλον τελικά τρελός. Μετράει χοντρά κλαδιά και ανακαλύπτει ήχους και εικόνες από το πουθενά. Δε μιλά, μόνο άναρθρες κραυγές παράγει. Ίσως όμως η δική του γλώσσα να ΄ναι πιο αυθεντική, πιο αυθόρμητη, πιο αληθινή. Ποιος ξέρει από πού ήρθε... Α, ναι! Κι αυτός από τον ουρανό! Ουρανοκατέβατοι λοιπόν κι οι δύο, χορεύουν, μαγειρεύουν, επιβιώνουν... με πάλη, χαστούκια, χορό και πλούσιο “τουρλουμπούκι”. Προσπαθούν να κουμπώσουν τις μοναξιές τους, τους ήχους τους, τον πόθο του να γνωρίσω τον εαυτό μου, αλλά και τον Άλλον δίπλα μου. Στην αρχή, το επιχείρημα φαντάζει σπασμωδικό κι άτεχνο. Η πάλη ωστόσο έχει τη δική της αισθητική, μοιάζει με ζευγάρωμα. Έχει τη δική της δομή και τους δικούς της κανόνες. Άραγε, ποιος θα επιβιώσει της τραμπάλας;
“Μίλα πρώτος!”. “Όχι Εγώ, Εσύ! ”.
Σε αυτή την αέναη πάλη των Δύο, οι Ναυαγοί με διαφορετική γλώσσα μαθαίνουν να μετρούν: 1, 2, 3! Καταλαβαίνουν πως οι λέξεις δεν έχουν καμία χρησιμότητα. Και οι αριθμοί περιγράφουν, δεν ερμηνεύουν τον κόσμο Και το πρώτος-δεύτερος καταντά βαρετό κι ανούσιο. Οι δυο ναυαγοί μαθαίνουν να μαγειρεύουν, χωρίς να τρώνε, να τρώνε, δίχως να μαγειρεύουν: “Κουτάλα δίχως τρέλα” δεν οδηγεί πουθενά! “Κάστανα βραστά σκαστά με τη σκαστή βραστή κουτάλα” τραγουδούν και το πανί τους φουσκώνει. “Η Ισχύς εν τη ενώσει” αποδεικνύεται ως το τρένο της επιστροφής τους. Μέσα από το τουρλουμπούκι, κατορθώνουν να επικοινωνήσουν με σεβασμό κι αποδοχή. Ισορροπούν στη σανιδοτραμπάλα, φορούν τα παπούτσια τους κι αγκαλιάζονται σφιχτά!
Κι αυτή είναι πλέον η νέα τους πατρίδα".
Η παράσταση «Ο Ροβινσώνας και ο Κρούσος», σε μετάφραση - διασκευή της Ξένιας Καλογεροπούλου και σε σκηνοθεσία του Φώτη Σπύρου, από την Παιδική Σκηνή του Φώτη Σπύρου, αποτελεί μία πολύχρωμη, συγκινητική, ποιητική δημιουργία για ολόκληρη την οικογένεια!
Δύο ναυαγοί εγκλωβίζονται σε ένα ερημονήσι μετά από πτώση αεροπλάνου και αλεξίπτωτου και χάνουν κάθε επαφή με τις κοινωνίες τους. Καλούνται λοιπόν να εξασκήσουν την υπομονή και την επιμονή τους, να εμβαθύνουν στον προσωπικό τους κόσμο, να τον γνωρίσουν, να τον αγαπήσουν και να ισορροπήσουν ο ένας με τον άλλον. Πρόκειται για την πάλη δύο ανθρώπων, αφενός να επιβιώσουν και να τραφούν, και αφετέρου να γνωρίσουν την ψυχή τους, τα όριά τους και να επικοινωνήσουν. Και το καταφέρνουν με έξοχες ποιητικές εικόνες, γεμάτες χρώμα, ήχους, μουσική κι ενέργεια, ευφάνταστα σκηνικά μέσα και σωματικό θέατρο... που λάμπει!
Η μαγεία επί σκηνής!